ἀπαραίτητος

ἀπαραίτητος
ἀπαραίτητος
not to be moved by prayer
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • απαραίτητος, -η — ο επίρρ. α απόλυτα αναγκαίος: Στην υπόθεση αυτή η βοήθειά σου είναι απαραίτητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραιτήτως — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer adverbial ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραίτητον — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc sg ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτοις — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτου — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτους — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτων — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραιτήτῳ — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραίτητα — ἀπαραίτητος not to be moved by prayer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”